Τα Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα (AΡΝ) αποτελούν μια ευρεία ομάδα νοσημάτων, στις οποίες οι έμφυτες και προσαρμοστικές ανοσολογικές αποκρίσεις οδηγούν σε αυτοάνοση βλάβη των ιστών.
Συνολικά, τα AΡΝ επηρεάζουν περίπου το 5% του πληθυσμού και έχουν ως αποτέλεσμα σημαντική νοσηρότητα, αυξημένη θνησιμότητα και υψηλό οικονομικό κόστος.
Όλο και περισσότερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι πολλά AΡΝ, ιδιαίτερα η ρευματοειδής αρθρίτιδα (RA) και ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (SLE) – έχουν μια
«προκλινική» περίοδο.
Κατά τη διάρκεια αυτού του προκλινικού σταδίου της νόσου, γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου αλληλεπιδρούν, πιθανώς διαδοχικά, για την έναρξη και τη διάδοση της ανάπτυξης αυτοανοσίας, καταλήγοντας τελικά σε ανιχνεύσιμη φλεγμονή ιστού και
βλάβη.
Σαν «προκλινική» ορίζεται μια περίοδος ανιχνεύσιμης αυτοανοσίας και/ή φλεγμονής που προηγείται της εμφάνισης κλινικά εμφανούς φλεγμονής και τραυματισμού ιστού.
Κεντρική θέση στο θέμα του καθορισμού μιας προκλινικής περιόδου της νόσου είναι η διάκριση των χαρακτηριστικών που υποδηλώνουν αυτοανοσία.
Η παρουσία ενός υψηλά ειδικού για τη νόσο αυτοαντισώματος μπορεί να γίνει γενικά αποδεκτή ως παράδειγμα ενός μέτρου αυτοανοσίας που θα μπορούσε να ορίσει μια προκλινική κατάσταση ασθένειας.
Για παράδειγμα, τα αντισώματα κατά των κιτρουλινωμένων πεπτιδίων (ACPAs) είναι εξαιρετικά ειδικά (>90% στις περισσότερες μελέτες) για εγκατεστημένη ΡΑ, καθώς και εξαιρετικά προγνωστικά (θετικές προγνωστικές τιμές [PPV] >90% στις
περισσότερες μελέτες) μελλοντικής ανάπτυξης της ΡΑ.
Επιπλέον, βιοδείκτες που σχετίζονται με τη νόσο, ιδιαίτερα τα αυτοαντισώματα, αναπτύσσονται και εξελίσσονται, αρχικά απουσία κλινικών σημείων και συμπτωμάτων τραυματισμού ιστού.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η συνδυασμένη ανάλυση τέτοιων βιοδεικτών και άλλων παραγόντων κινδύνου σε ασυμπτωματικά (ή ελάχιστα συμπτωματικά) άτομα θα μπορούσε να εντοπίσει άτομα υψηλού κινδύνου για μελλοντική ρευματική νόσο, η οποία θα μπορούσε
τελικά να επιτρέψει την έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση για την πρόληψη της εξέλιξης της νόσου σε μια κλινικά σημαντική κατάσταση.
Ο ορισμός του «κλινικά εμφανούς» βασίζεται σε κλινικές παραμέτρους που μπορούν ξεκάθαρα να αναγνωριστούν και να αποδοθούν σε μια AΡ.Ν., όπως σημεία και
συμπτώματα αρθρίτιδας στην περίπτωση της ΡΑ, και προσβολή των νεφρών, του δέρματος, του νευρικού συστήματος και αιματολογικού συστήματος στον ΣΕΛ.
Η Ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως μοντέλα για την κατανόηση των μηχανισμών ανάπτυξης της νόσου και, τελικά, την πρόληψη άλλων AΡΝ, που συνολικά επηρεάζουν ένα σημαντικό μέρος του
πληθυσμού.
Συμπερασματικά
Η κατανόηση των προκλινικών φάσεων των A.Ρ.Ν. μπορεί να επιτρέψει την ακριβή ταυτοποίηση των ατόμων – που βρίσκονται σε κίνδυνο και την ανάπτυξη προληπτικών παρεμβάσεων- που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν παράγοντες κινδύνου ή να στοχεύσουν τις οδούς του ανοσοποιητικού συστήματος, που ευθύνονται για το τελική ιστική
βλάβη.
Ο εντοπισμός τόσο της συνολικής πιθανότητας μελλοντικής ανάπτυξης μιας AΡΝ όσο και του χρόνου έναρξης της κλινικά εμφανούς νόσου – θα είναι σημαντικός για την «εξατομικευμένη» ιατρική και το σχεδιασμό δοκιμών πρόληψης.